Ως εκπαιδευτικοί, συχνά αναλογιζόμαστε τις στιγμές που μας ξεφεύγουν- εκείνα τα κρίσιμα παραθυράκια όπου ένα παιδί προσπαθεί, με τον δικό του τρόπο, να συνδεθεί, να ζητήσει βοήθεια, να γίνει κατανοητό. Και πολύ συχνά, αυτές οι στιγμές παρατείνονται και μετατρέπονται σε απογοήτευση, άγχος και μια αίσθηση αδυναμίας, όλα στο όνομα της «αναμονής» για να αναπτυχθεί η επικοινωνία με φυσικό τρόπο.

Ας σας μιλήσω για έναν νεαρό μαθητή, ας τον πούμε Τζέιντεν. Κάθε μέρα, στέκεται στην πόρτα της τάξης, απελπισμένος να βγει έξω να παίξει. Ξέρει τι θέλει, αλλά η πόρτα είναι κλειστή και δεν μπορεί να το εκφράσει. Από την απογοήτευσή του, ο Τζέιντεν χτυπάει την πόρτα, τα χέρια του χτυπάνε επανειλημμένα, ενώ κλαίει. Δεν έχει τις λέξεις ή τα μέσα για να επικοινωνήσει αυτό που χρειάζεται.

Η δασκάλα του, ένας καλοπροαίρετος ενήλικας, του δείχνει ως παράδειγμα ένα σύνθετο μήνυμα στη συσκευή παραγωγής ομιλίας (SGD): «Θέλω να πάω να παίξω». Απαιτεί μια σειρά από πολύπλοκα πατήματα κουμπιών. Είναι πολύ πιο πέρα απ’ ό,τι μπορεί να κάνει μόνος του ο Τζέιντεν αυτή τη στιγμή. Και ενώ ο ενήλικας υπομονετικά του το δείχνει, ο Τζέιντεν εξακολουθεί να δυσκολεύεται, εξακολουθεί να μην μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες του. Εξακολουθεί να περιμένει.

Αυτό δεν είναι συμπονετικό.
Αυτό δεν είναι ωφέλιμο.
Αυτό δεν είναι αποτελεσματική διδασκαλία.

Είναι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα του πώς οι μαθητές μας μπορεί να περνούν παρατεταμένες περιόδους δυσφορίας και ανικανοποίητων αναγκών όταν εμείς καθυστερούμε να παρέχουμε άμεση και αποτελεσματική εκπαίδευση στην επικοινωνία. Του Δείχνουμε τι να κάνει, περιμένουμε, ελπίζουμε, αλλά συχνά ξεχνάμε ότι χωρίς τη σωστή υποστήριξη, χωρίς ενεργητική διδασκαλία, η απλή επίδειξη μπορεί να μην αρκεί. Ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια, όταν τα άτομα με αναπτυξιακή καθυστέρηση είναι ήδη πίσω και χρειάζεται η ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους να τεθεί ως άμεση προτεραιότητα.

Η επικοινωνία είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο

Η επικοινωνία είναι κάτι παραπάνω από λέξεις. Είναι αυτονομία. Είναι σύνδεση. Είναι επίλυση προβλημάτων. Είναι το να σε καταλαβαίνουν.
Και για τους μαθητές μας, ιδιαίτερα για όσους έχουν σύνθετες ανάγκες επικοινωνίας, αυτή η ικανότητα συχνά καθυστερεί, περιορίζεται ή ακούσια τους αρνείται, στο όνομα ιδεών που βάζουν σε προτεραιότητα τη «φυσική» ανάπτυξη αντί για την αποτελεσματική μάθηση. Τα παιδιά εκτίθενται καθημερινά σε χιλιάδες λέξεις. Δεν χρειάζονται απλώς έκθεση, χρειάζονται πρόσβαση. Πρόσβαση σε εργαλεία, στρατηγικές, βοηθήματα, και ναι, μερικές φορές αυτό περιλαμβάνει μεθόδους διδασκαλίας που ίσως να μην είναι της «μόδας», αλλά είναι τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές.

Στρατηγικές που περιλαμβάνουν καθοδήγηση (π.χ. σωματική υποστήριξη), διαβαθμισμένη βοήθεια, διόρθωση λαθών, μπορούν να εφαρμοστούν με ασφάλεια, ηθικά και με σεβασμό προς τον μαθητή. Το να τις απορρίπτουμε εντελώς σημαίνει να απορρίπτουμε τις ανάγκες των μαθητών που ωφελούνται από αυτές.

Όταν μια «ήπια» προσέγγιση καταλήγει στον αποκλεισμό

Η άνοδος της «ήπιας γονεϊκότητας» (gentle parenting) και η επέκταση αυτών των φιλοσοφιών στην εκπαίδευση έχουν φέρει πολλά οφέλη: ενσυναίσθηση, σύνδεση και συναισθηματική ασφάλεια. Όμως, όταν αυτές οι φιλοσοφίες μετατρέπονται σε άκαμπτα δόγματα που αποκλείουν αποτελεσματικές διδακτικές στρατηγικές, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε: ποιον εξυπηρετούν πραγματικά;

Αν ένα παιδί μένει χωρίς επικοινωνία για χρόνια επειδή αρνηθήκαμε να χρησιμοποιήσουμε φυσικά βοηθήματα από φόβο ότι θα είμαστε «πολύ παρεμβατικοί», τότε δεν έχουμε υπάρξει ήπιοι. Έχουμε υπάρξει παθητικοί. Έχουμε επιτρέψει σε μια φιλοσοφία να υπερισχύσει της επαγγελματικής μας ευθύνης επειδή αγνοήσαμε τι πραγματικά λειτουργεί για κάθε μαθητή.

Τα βοηθήματα δεν είναι τιμωρίες.
Η καθοδήγηση χέρι-χέρι δεν είναι κακοποίηση όταν γίνεται με συναίνεση, ενσυναίσθηση και σκοπό.
Οι μαθητές έχουν το δικαίωμα να διδάσκονται με τρόπους που ανταποκρίνονται στο δικό τους μαθησιακό προφίλ.

Δεν θα περιμέναμε ποτέ από ένα παιδί να διαβάσει χωρίς να του διδάξουμε τα γράμματα και τους ήχους.
Γιατί λοιπόν περιμένουμε από τους μαθητές να επικοινωνούν με ευχέρεια χωρίς να τους διδάξουμε τις θεμελιώδεις δεξιότητες;

 

Η εξατομίκευση είναι ηθική πρακτική

Κανένας μαθητής δεν είναι ίδιος και η διδασκαλία μας πρέπει να το αντανακλά.
Το να υποθέτουμε ότι μια και μόνο προσέγγιση λειτουργεί για όλους δεν είναι απλώς αναποτελεσματικό. Σημαίνει ότι αγνοούμε τη μοναδικότητα με την οποία κάθε μαθητής εξελίσσεται και μαθαίνει.

Πρέπει να συναντήσουμε κάθε μαθητή εκεί που βρίσκεται, να αξιολογήσουμε τι χρειάζεται και να εφαρμόσουμε στρατηγικές που λειτουργούν για εκείνον/η.

Αν πράγματι πιστεύουμε στην αυτονομία, την αξιοπρέπεια και τη συμπερίληψη, τότε πρέπει να προσφέρουμε κάτι περισσότερο από μια παθητική προσέγγιση- πρέπει να διδάξουμε ενεργά.
Πρέπει να σεβαστούμε κάθε μαθητή αρκετά ώστε να του δώσουμε ό,τι πραγματικά χρειάζεται, όχι απλώς αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά.

Μπορούμε και πρέπει να τα πάμε καλύτερα

Τα πρώτα χρόνια δεν είναι περίοδος αναμονής. Είναι μια μοναδική ευκαιρία ζωής.
Αν περιμένουμε πολύ για να διδάξουμε αποτελεσματικά την επικοινωνία, διακινδυνεύουμε να μείνουν οι μαθητές μας πίσω όχι μόνο ακαδημαϊκά, αλλά και κοινωνικά και συναισθηματικά. Χάνουν φιλίες.
Χάνουν το παιχνίδι.
Χάνουν την ευκαιρία να μας πουν τι αγαπούν, τι δεν αντέχουν, τι τους κάνει να γελούν.
Χάνουν την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε.

Κι εμείς, οι ενήλικες στο χώρο, χάνουμε την ευκαιρία να κάνουμε τη δουλειά μας ολοκληρωμένα και με ήθος.

Ας σταματήσουμε λοιπόν να παρακωλύουμε. Ας σταματήσουμε να θέτουμε εμπόδια. Ας σταματήσουμε να βάζουμε την ιδεολογία πάνω από το αποτέλεσμα. Ας δώσουμε στους μαθητές μας τις στρατηγικές επικοινωνίας που χρειάζονται τώρα γιατί αξίζουν να γίνονται κατανοητοί, να ακούγονται και να ενδυναμώνονται κάθε μέρα.

Κάθε μαθητής έχει δικαίωμα να επικοινωνεί.
Είναι δική μας δουλειά να τους βοηθήσουμε να το κατακτήσουν, όχι κάποια μέρα, αλλά σήμερα.

 

Συντάκτης: Krysten Spottiswood, M.A., BCBA
© Pyramid Educational Consultants, LLC. 2025